Καταρράκτης ονομάζεται η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού ο οποίος φυσιολογικά είναι διαυγής και βρίσκεται πίσω από την ίριδα. Στη συντριπτική πλειοψηφία δημιουργείται ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής γήρανσης του οργανισμού, συνήθως σε άτομα άνω των 60 ετών. Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί και σε πολύ νεότερα άτομα, ειδικά όταν υπάρχει ιστορικό οφθαλμικής φλεγμονής, διαβήτη, λήψης κορτιζόνης, μεγάλης έκθεσης στον ήλιο κλπ ή ακόμη και σε βρέφη (συγγενής μορφή). Η πάθηση λαμβάνει χώρα συνήθως προοδευτικά και μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετική ταχύτητα στο κάθε μάτι με αποτέλεσμα ο φακός να γίνεται αδιαφανής εμποδίζοντας τις ακτίνες του φωτός να περάσουν μέσα απ’ αυτόν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ασθενείς να παραπονιούνται για μείωση της όρασης (κυρίως μακριά), φωτοευαισθησία, φωτοστέφανα, διπλωπία, εξασθένηση της αντίληψης των χρωμάτων και συνεπώς να επηρεάζεται η ποιότητα της ζωής τους. Όταν λοιπόν τα παραπάνω συμπτώματα αρχίσουν να επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου (π.χ. διάβασμα, παρακολούθηση τηλεόρασης, οδήγηση αυτοκινήτου ειδικά το βράδυ κλπ) τότε είναι καιρός να αντιμετωπιστεί.
Ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης του καταρράκτη είναι η χειρουργική επέμβαση που στις μέρες μας ονομάζεται φακοθρυψία. Δεν υπάρχει συντηρητική αντιμετώπιση με κολλύρια ή άλλα φάρμακα που να προλαμβάνουν ή να θεραπεύουν τον καταρράκτη.
Το χειρουργείο πραγματοποιείται σε άσηπτη αίθουσα που τηρεί συγκεκριμένες προδιαγραφές αποστείρωσης. Ο ασθενής προσέρχεται στην κλινική μισή με μία ώρα πριν την επέμβαση και γίνεται η προετοιμασία με ενστάλαξη κολλυρίων. Η εγχείρηση γίνεται με τοπική αναισθησία, κάτω από μικροσκόπιο, αφού αποστειρωθεί και καλυφθεί η περιοφθαλμική περιοχή. Η διάρκεια της επέμβασης ποικίλει ανάλογα με την δυσκολία της αλλά σε γενικές γραμμές δεν υπερβαίνει τα 15-20 λεπτά. Μέσα από μια μικροσκοπική τομή (2-3 χιλ) γίνεται θρυμματισμός με υπέρηχο και ταυτόχρονη αναρρόφηση του θολωμένου φακού. Στη συνέχεια ακολουθεί επιμελής καθαρισμός της κάψας του φακού (περιφάκιο) μέσα στην οποία τοποθετείται ο νέος τεχνητός ενδοφακός που ξεδιπλώνεται μέσα στο μάτι και είναι μόνιμος. Η δύναμη των φακών αυτών καθορίζεται από ειδικές προεγχειρητικές μετρήσεις που γίνονται σε κάθε ασθενή και στόχος είναι πλέον ταυτόχρονα με τον καταρράκτη να γίνεται διόρθωση της προϋπάρχουσας υπερμετρωπίας, μυωπίας, αστιγματισμού ή και πρεσβυωπίας με την επιλογή του κατάλληλου ενδοφακού. Τέλος, γίνεται κλείσιμο της τομής χωρίς τη χρήση ραμμάτων και ο ασθενής πηγαίνει σπίτι του αυθημερόν αφού λάβει τις κατάλληλες μετεγχειρητικές οδηγίες.
Όπως κάθε επέμβαση στην ιατρική, έτσι και η επέμβαση καταρράκτη δεν έχει μηδενικό ποσοστό διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών (π.χ. ρήξη οπισθίου περιφακίου, μόλυνση, φλεγμονή κ.ά.). Όσο πιο προχωρημένος είναι ο καταρράκτης, τόσο πιο δύσκολη είναι η επέμβαση ακόμη και σε πολύ έμπειρα χέρια. Αυτές όμως οι επιπλοκές είναι εξαιρετικά σπάνιες με την σύγχρονη τεχνολογία και την έγκαιρη αντιμετώπιση καθιστώντας την επέμβαση του καταρράκτη μια από τις ασφαλέστερες επεμβάσεις παγκοσμίως.